παυσίλυπον

παυσίλυπον
παυσίλῡπον , παυσίλυπος
ending pain
masc/fem acc sg
παυσίλῡπον , παυσίλυπος
ending pain
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ПАВСИЛИП —    • Pausilўpum,          τό Παυσίλυπον («утоление печали», Sans souci) прелестная вилла в Кампании у Неаполя, вполне оправдывающая это название; Vedius Pollio завещал ее Августу. Strab. 5, 246. Sen. ep. 57. Это имя перешло теперь на роскошный… …   Реальный словарь классических древностей

  • Pausilippe — 40°48′20″N 14°12′12″E / 40.80556, 14.20333 …   Wikipédia en Français

  • παυσίλυπος — η, ο / παυσίλυπος, ον, ΝΑ αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη λύπη («παυσίλυπος ἄμπελος», Ευρ.) αρχ. 1. ως κύριο όν. τὸ Παυσίλυπον έπαυλη τού Πολλίωνος στη Νεάπολη τής Ιταλίας 2. φρ. α) «άντρον τού Παυσίλυπου» σήραγγα πάνω από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… …   Dictionary of Greek

  • Παυσίλυπο — Όνομα λόφου της Νάπολης της Ιταλίας, στο νοτιοδυτικό τμήμα της. Είναι μια από τις ωραιότερες τοποθεσίες της Ιταλίας, με ωραίες επαύλεις, καταπράσινους κήπους και ονομαστά κέντρα. Στη ρωμαϊκή εποχή ήταν κέντρο της αριστοκρατίας, που είχε εκεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”